Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέδη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πέδηση η [péδisi] Ο33 : (λόγ.) φρενάρισμα.

[λόγ. < μσν. πέδη(σις) `δέσμευ ση των ποδιών΄ -ση < αρχ. ρ. πεδη- (πεδῶ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες