Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρεστιγμένος -η -ο [parestiγménos] Ε3 : (κυρ. στη μουσ.) ~ φθόγγος, φθόγγος αυξημένος κατά το μισό της αξίας του, που παριστάνεται στο πεντάγραμμο με μια τελεία δεξιά από το φθογγόσημό του.
[λόγ. παρ(α)- 1 ἐστιγμένος μππ. του αρχ. στίζω `κάνω τατουάζ΄, κατά την ελνστ. σημ. της λ. στιγμή `τελεία΄ (διαφ. το ελνστ. παραστίζω `κάνω σημάδια σε εγκληματία΄)]