Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πανύμνητος, επίθ.
-
- Που υμνείται απ’ όλους, που του αξίζει κάθε τιμή·
- (εδώ ως επίθ. και προσφών. της Παναγίας):
- Δέσποινά μου πανύμνητε, κυρά μου ευλογημένη (Διγ. Esc. 818· Εις Θεοτ. 96).
- (εδώ ως επίθ. και προσφών. της Παναγίας):
[μτγν. επίθ. πανύμνητος. Η λ. και σήμ. εκκλ.]
- Που υμνείται απ’ όλους, που του αξίζει κάθε τιμή·
[Λεξικό Κριαρά]
- πανυπέραγνος, επίθ.
-
- (Επιτ.) αγνός στον υπέρτατο βαθμό·
- (εδώ ως επίθ. της Παναγίας):
- όμνυμι τον δεσπότην Χριστόν και την πανυπέραγνον αυτού μητέρα (Δούκ. 6128).
- (εδώ ως επίθ. της Παναγίας):
[<παν‑ + επίθ. υπέραγνος (4. αι.). Η λ. το 13.-14. αι.]
- (Επιτ.) αγνός στον υπέρτατο βαθμό·
[Λεξικό Κριαρά]
- πανυπέργλυκος, επίθ.
-
- (Επιτ.) υπερβολικά προσφιλής, αγαπητός:
- Έρρωσο, πανυπέργλυκε μήτερ (Βίος Αλ. 5889).
[<παν‑ + επίθ. *υπέργλυκος]
- (Επιτ.) υπερβολικά προσφιλής, αγαπητός:
[Λεξικό Κριαρά]
- πανυπερευλογημένος, μτχ. επίθ.
-
- (Επιτ. ως επίθ. της Παναγίας) πάρα πολύ ευλογημένη:
- (Ψευδο-Σφρ. 5166).
[<παν‑ + μτχ. επίθ. υπερευλογημένος]
- (Επιτ. ως επίθ. της Παναγίας) πάρα πολύ ευλογημένη:
[Λεξικό Κριαρά]
- πανυπερθαύμαστος, επίθ.
-
- (Επιτ.)
- α) (προκ. για πρόσωπο) άξιος μεγάλου θαυμασμού και επαίνου:
- πανυπερθαύμαστε …, ένδοξε Κωνσταντίνε (Αναγν., Ημιάμβ. 2)·
- β) (προκ. για πράγμα) παράξενος, αξιοθαύμαστος:
- δένδρα πανυπερθαύμαστα (Βίος Αλ. 5199).
- α) (προκ. για πρόσωπο) άξιος μεγάλου θαυμασμού και επαίνου:
[<παν‑ + επίθ. υπερθαύμαστος]
- (Επιτ.)
[Λεξικό Κριαρά]
- πανυπέρλαμπρος, επίθ.
-
- (Επιτ.)
- 1) Πολύ λαμπερός, αστραφτερός:
- είχεν η τραχηλέα του … λιθάρια πανυπέρλαμπρα (Αχιλλ. (Smith) N 370).
- 2) (Προκ. για φουσσάτο) εξαιρετικός, καλά εξοπλισμένος:
- (Ιμπ. 18).
- 3) (Προκ. για δέντρο) επιβλητικός, θαλερός:
- (Βίος Αλ. 4726).
- 1) Πολύ λαμπερός, αστραφτερός:
[<παν‑ + επίθ. υπέρλαμπρος. Η λ. σε έγγρ. του 11.-12. αι.]
- (Επιτ.)
[Λεξικό Κριαρά]
- πανυπερπόθητος, επίθ.
-
- (Επιτ.) πάρα πολύ ποθητός, πολύ αγαπητός·
- (εδώ σε κλητ. προσφών.):
- ταύτα δι’ υπερβολήν εποιούμην αγάπης της σης, πανυπερπόθητε (Διγ. Gr. 3484).
- (εδώ σε κλητ. προσφών.):
[<παν‑ + επίθ. υπερπόθητος (4. αι.)]
- (Επιτ.) πάρα πολύ ποθητός, πολύ αγαπητός·
[Λεξικό Κριαρά]
- πανυπέρπολυς, επίθ.· πανυπερπολύς.
-
- (Επιτ.) υπερβολικά πολύς:
- άργυρον και χρυσίον έχειν σε πανυπέρπολυν (Βίος Αλ. 1847).
[<παν‑ + επίθ. υπέρπολυς]
- (Επιτ.) υπερβολικά πολύς:
[Λεξικό Κριαρά]
- πανυπερσέβαστος, επίθ.
-
- Πάρα πολύ σεβαστός·
- (εδώ) τίτλος αξιώματος στο Βυζάντιο ισοδύναμος με αυτόν του καίσαρα:
- εποίησε … τον δε μέγαν δούκαν τον Ασάνην πανυπερσέβαστον (Byz. Kleinchron. Ά 836· Μαλαξός, Νομοκ. 516).
- (εδώ) τίτλος αξιώματος στο Βυζάντιο ισοδύναμος με αυτόν του καίσαρα:
[<παν‑ + επίθ. υπερσέβαστος. Η λ. τον 11.-12. αι. και στο Meursius]
- Πάρα πολύ σεβαστός·
[Λεξικό Κριαρά]
- πανύψηλος, επίθ.
-
- Πάρα πολύ ψηλός·
- (εδώ ο υπερθ. ως τιμητικός τίτλ. ή τιμητική προσφών.):
- οι Ιωαννίται πανυψηλότατον και εκλαμπρότατον αυτόν ανεκήρυξαν (Ιστ. Ηπείρ. XXXI10)·
- πανυψηλότατοι αυθέντες (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 849).
- (εδώ ο υπερθ. ως τιμητικός τίτλ. ή τιμητική προσφών.):
[<παν‑ + επίθ. υψηλός. Η λ. το 13. αι. και σήμ.]
- Πάρα πολύ ψηλός·