Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πάμφτωχος -η -ο [pámftoxos] & πάμπτωχος -η -ο [pámptoxos] Ε5 : (κυρ. για πρόσ.) που είναι εντελώς φτωχός, που βρίσκεται στο έσχατο σημείο φτώχειας, έλλειψης πόρων ζωής: Πάμφτωχη οικογένεια. Πέθανε ~.
[λόγ. παμ- (δες παν-) + πτωχ(ός) -ος & προσαρμ. στη δημοτ. κατά το πτωχός > φτωχός]