Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πάμπτωχος, επίθ.
-
- Πάρα πολύ φτωχός, πάμφτωχος·
- (μεταφ. με την αιτιατ. της λ. νους) άμυαλος, ανόητος:
- οι πάμπτωχοι τον νουν ή μάλλον μεμηνότες, οι παροινούντες εις Θεόν ανόμως Ιουδαίοι (Γλυκά, Αναγ. 227).
- (μεταφ. με την αιτιατ. της λ. νους) άμυαλος, ανόητος:
[<παν‑ + επίθ. πτωχός. Τ. ‑φτ‑ σήμ. Η λ. στον Κουμαν.]
- Πάρα πολύ φτωχός, πάμφτωχος·