Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάθημα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάθημα το [páθima] Ο49 : ό,τι έπαθε κάποιος, το δυσάρεστο ή ατυχές συμβάν που συνέβη σε κπ.: Aς ελπίσουμε ότι το τελευταίο του ~ θα τον συνετίσει. Tο ~ ας του γίνει μάθημα από εδώ και στο εξής. (έκφρ.) τα παθήματα μαθήματα*.

[αρχ. πάθημα]

[Λεξικό Κριαρά]
πάθημα το· πάθημαν.
  • Δυσάρεστο ή ατυχές συμβάν, πάθημα· καταστροφή, συμφορά· στενοχώρια:
    • (Αιτωλ., Μύθ. 4817
    • Δεν ηύρεν ο Αριστοτέλης βουλήν καμιάν να δώσει ουδέ από τέτοιον πάθημαν κανένα να λυτρώσει (Φαλιέρ., Λόγ. 248
    • (προκ. για ερωτικό βάσανο, καημό):
      • (Φαλιέρ., Ιστ. 564).

[αρχ. ουσ. πάθημα. Ο τ. και άλλοι τ. σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες