Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάγος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πάγος ο [páγos] Ο18 : 1.νερό που έχει στερεοποιηθεί κάτω από την επίδραση χαμηλής θερμοκρασίας: Φυσικός / τεχνητός ~. Γλιστρώ πάνω στον πάγο. Λιώνει ο ~. || Πιάνει ~ κάπου, δημιουργείται πάγος, παγώνει το νερό: Στις άκρες της λίμνης είχε αρχίσει να πιάνει ~. ΦΡ βάζω πάγο σε κπ., τον κάνω να αποθαρρυνθεί, να περιορίσει τις απαιτήσεις του ή τις διαθέσεις του, επιπλήττοντάς τον αυστηρά. σπάζει ο ~, για την περίπτωση που την τυπικότητα, την ψυχρότητα ή τη δυσπιστία μιας σχέσης τη διαδέχεται ένα κλίμα οικειότητας, φιλίας. λιώνει* ο ~. || παγάκι(α): Ένα ουίσκι με πάγο, παρακαλώ. 2. (λαϊκότρ.) παγετός: Ο ~ έκαψε τα μαρούλια. 3. με υπερβολή, για κτ. που είναι πολύ κρύο, σαν πάγος: (Kρύα) ~ ήταν τα χέρια του. παγάκι* το YΠΟKΟΡ.

[αρχ. πάγος `βράχος, πηγμένο (παγωμένο) νερό΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Πάγος ο [páγos] Ο18 : μόνο στο Άρειος* ~.

[δες Άρειος (επίθ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
πάγος (I) ο.
  • 1) Βραχώδες βουνό:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [906]).
  • 2) Πέτρα (προκ. να δηλωθεί η σκληρότητα και το σχήμα):
    • (Ιερακοσ. 4647).
  • 3)
    • α) Παγωνιά, έντονο ψύχος:
      • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1113]
    • β) πάγος, κομμάτι πάγου:
      • Χίονες ήσαν κείμενοι και κρύσταλλοι και πάγοι (Καλλίμ. 403).

[αρχ. ουσ. πάγος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
πάγος (II) το.
  • α) Πάγος:
    • πήσσει απάνω το νερόν, καθώς πήσσει το πάγος (Μαχ. 345
  • β) παγωνιά, έντονο ψύχος:
    • βαστάζει (ενν. ο κύων) και τον καύσωνα, βαστάζει και το πάγος (Φυσιολ. (Legr.) 323).
  • Η λ. ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 415).

[ουσ. πάγος ο με αλλαγή γένους. Τ. πάος σήμ. κυπρ. Η λ. στο Somav.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες