Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- πάγκακος, επίθ. υπερθ. παγκάκιστος.
-
- α) (Προκ. για πρόσωπα) πάρα πολύ κακός:
- (Φλώρ. 732), (Διήγ. παιδ. 433)·
- β) (προκ. για το διάβολο) πάρα πολύ κακόβουλος, μοχθηρός:
- (Αξαγ., Κάρολ. Έ 869)·
- γ) (προκ. για πράγματα) πάρα πολύ βλαβερός, επιζήμιος:
- (Ροδινός 153), (Ριμ. Βελ. ρ 553).
[αρχ. επίθ. πάγκακος. Η λ. και σήμ.]
- α) (Προκ. για πρόσωπα) πάρα πολύ κακός: