Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ούρον, το.
-
- Ούρα, κάτουρο·
- φρ. κινώ τα ούρα = προκαλώ διούρηση (πβ. και ούρος το φρ.):
- (Κρασοπ. AO 82)·
- (ως μαγικό μέσο):
- εάν νίψει τα ομμάτιά του με ούρον γυναικός καθαράς, …, θέλει αναβλέψει (Νεκτάρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 237).
- φρ. κινώ τα ούρα = προκαλώ διούρηση (πβ. και ούρος το φρ.):
[αρχ. ουσ. ούρον. Η λ. και σήμ. (‑o) συν. στον πληθ.]
- Ούρα, κάτουρο·