Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οὐλή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουλή η [ulí] Ο29 : σημάδι πάνω στο δέρμα, από πληγή που έχει κλείσει: Tον γνώρισαν από μια παλιά ~. Aπό την εγχείρηση δε θα μείνει η παραμικρή ~.

[λόγ. < αρχ. οὐλή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες