Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουλή η [ulí] Ο29 : σημάδι πάνω στο δέρμα, από πληγή που έχει κλείσει: Tον γνώρισαν από μια παλιά ~. Aπό την εγχείρηση δε θα μείνει η παραμικρή ~.
[λόγ. < αρχ. οὐλή]