Παράλληλη αναζήτηση
34 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουδέ [uδé] σύνδ. συμπλεκτ. : (λαϊκότρ.) ούτε: Δε σειέται ~ φύλλο. || συχνό στα δημοτικά τραγούδια: ~ στο Bάλτο φάνηκεν ~ στην κρύα βρύση, ούτε
ούτε.
[αρχ. οὐδέ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ουδέ, σύνδ.· 'δέ· ούδε.
-
— Πβ. μηδέ.
- Ά (Σύνδ.) σε αποφατική συμπλοκή
- α) (με συμπλεκτική σημασ.) ούτε:
- (Ασσίζ. 5418), (Αλεξ. 1506)·
- τα άλογα των Μακιδόνων ούδε ποτάμια να κρατούν ούδε βουνά μεγάλα (Διήγ. Αλ. G 28529, 30)·
- (σε εξαρτημένο λόγο με επόμ. το να) ούτε να· ούτε ότι:
- όμορφή 'σαι τόσον οπού τινάς 'δε να μπορήσει τα κάλλη σου ποτέ να τα μετρήσει (Κυπρ. ερωτ.8712· Ερωτόκρ. Ά 971)·
- β) (με προσθετική σημασ.) ούτε επίσης, ούτε και:
- (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 75), (Τριβ., Ταγιαπ. 19)·
- γ) (με επιδοτική ή ενδοτική σημασ.)
- γ1) ούτε:
- (Αχέλ. 1011), (Ερωτόκρ. Ά 1038)·
- γ2) ούτε καν:
- (Μαχ. 3786), (Προδρ. IV 252), (Ερωτόκρ. Ά 502)·
- γ3) ούτε ακόμη και:
- (Προδρ. IV 71), (Πουλολ. 401 δις)·
- γ1) ούτε:
- δ) (με μεταβατική σημασ.) κι ούτε:
- (Πτωχολ. α 370)·
- ο κύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει … κι ουδέ μπορείς ν’ αντισταθείς στά θέλουν οι γονιοί σου (Ερωτόκρ. Γ́ 1369)·
- ε) (σε παρότρυνση, προτροπή) ούτε να:
- Ουδέ μη δώσεις, Βενετιά, θέλημα να μ’ αφήσεις (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3919).
- α) (με συμπλεκτική σημασ.) ούτε:
- Β́ (Ως αρνητ. μόρ.)
- α) δεν:
- Ήφηκες τσι ξεφάντωσες κι ουδέ δουλειές γυρεύγεις (Ερωτόκρ. Ά 787· Διγ. Esc. 459 κριτ. υπ.)·
- β) (με επόμ. το να σε εξαρτημένο λόγο)
- (β1) να μην:
- (Ασσίζ. 14014)·
- (β2) δεν πρόκειται να:
- Ηξεύρετε ότι ουδέ να πάγει (ενν. ο κοντοστάβλης) (Μαχ. 37418).
- (β1) να μην:
- α) δεν:
- Γ́ (Ως επίρρ.) διόλου:
- το θάνατο δε χρήζοντας (ενν. ο Πανάρετος), ουδέ, για τη ζωή σου (Ερωφ. Δ́ 574).
[αρχ. σύνδ. ουδέ. Ο τ. 'δέ και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ούδε και σήμ ποντ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ά (Σύνδ.) σε αποφατική συμπλοκή
[Λεξικό Κριαρά]
- ουδεγείς, αντων.,
- βλ. ουδείς.
[Λεξικό Κριαρά]
- ουδεγουλιάς, επίρρ.
-
— Πβ. και μηδεγουλιάς.
- Καθόλου, ούτε και το παραμικρό:
- ουδεγουλιάς μαντάτο ποτέ να μάθω εμπόρεσα (Φορτουν. Γ́ 646).
[<σύνδ. ουδέ + ουσ. γουλιά με επίδρ. επιρρ. σε ‑ς. Πβ. επίρρ. μιαολιά (= λίγο) σήμ. κρητ.]
- Καθόλου, ούτε και το παραμικρό:
[Λεξικό Κριαρά]
- ουδείς, αντων.· ουδεγείς· ουδεείς· ουδένας· γεν. ουδενενού· ουδ. 'δένα· ουδεέν· ουδένα· ουδέναν.
-
- 1) (Σε αρνητ. ή καταφ. πρόταση) κανένας, ούτε ένας:
- εις τον λόγον του ουδείς μην αμφιβάλλει (Κορών., Μπούας 67)·
- ουδένας αυτών ήλπιζε ζωής αξιωθήναι (Διγ. Z 3151).
- 2) Καθένας, οποιοσδήποτε·
- (με την πρόθ. παρά για να δηλωθεί σύγκριση):
- άρατέ με ως κακούργον …, οπού εχάσα την γενεάν σας παρ’ ουδέν απέ τον κόσμον (Πτωχολ. α 148).
- (με την πρόθ. παρά για να δηλωθεί σύγκριση):
- 3) (Σε καταφ. πρόταση· εδώ το ουδ.)
- α) κάτι:
- αν ουδέν σου αρέσει, γέροντα, και εσέ να το ποιήσω (Διγ. Esc. 701 κριτ. υπ).
- β) χωρίς αξία, ανάξιος λόγου, τιποτένιος:
- Ευεργεσίες και χάριτες αυθέντης ουδέ τα είχεν (Ιμπ. 22)·
- φρ.
- (1) αντ’ ουδενός ηγούμαι κ., βλ. ηγούμαι 1·
- (2) εις ουδέν λογίζομαι κ., βλ. λογίζομαι 2α φρ.·
- (3) εις ουδέν τίθεμαι κ. = θεωρώ κ. ασήμαντο, δεν υπολογίζω κ.:
- (Βέλθ. 60).
- α) κάτι:
- 4) (Σε ιδιάζ. χρ.):
- ουδείς αγάπης ουδέν κατορθούται (Κανον. διατ. Α 588).
[αρχ. αντων. ουδείς. Ο τ. ‑νας στο Βλάχ. Η λ. και σήμ. (ΛΚΝ)]
- 1) (Σε αρνητ. ή καταφ. πρόταση) κανένας, ούτε ένας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουδείς ουδεμία ουδέν [uδís] αντων. αόρ. : (λόγ.) κανένας: Ουδεμία αμφιβολία / εξαίρεση. (έκφρ.) επ΄ ουδενί λόγω*. ~ αναμάρτητος*. ~ αναντικατάστατος*. ουδέν νεότερον*. εν ουδεμιά περιπτώσει*. περί ορέξεως* ~ λόγος. ουδέν σχόλιον*. ~ ψόγος*. ουδέν μονιμότερον του προσωρινού*. εν οίδα* ότι ουδέν οίδα. ΦΡ ~ προφήτης* στον τόπο του.
[λόγ. < αρχ. οὐδείς]
[Λεξικό Κριαρά]
- ουδεκαθόλου, επίρρ.
-
- α) Καθόλου:
- Δύναμιν είχαν περισσήν, γνώσιν ουδεκαθόλου (Χρον. Τόκκων 1423)·
- β) κι ούτε καθόλου:
- εμέν σπαθιά ουκ εντρέψασιν, κοντάρια ουδεκαθόλου (Αχιλλ. L 579).
[<σύνδ. ουδέ + επίρρ. καθόλου]
- α) Καθόλου:
[Λεξικό Κριαρά]
- ουδεκαμία, ουδεκαμιά, ουδεκιαμιά, αντων.,
- βλ. ουδεκανείς.
[Λεξικό Κριαρά]
- ουδεκανείς, αντων.· ουδεκανένας· ουδεκιανείς· θηλ. ουδεκαμία· ουδεκαμιά· ουδεκιαμιά· ουδ. ουδεκανένα· ουδεκανέναν· ουδεκιανένα.
-
— Πβ. μηδεκανείς.
- Κανένας, ούτε ένας:
- την αλήθεια ουδεκανείς δε θε να την ακούσει (Ερωτόκρ. Γ́ 132).
[<σύνδ. ουδέ + αντων. κανείς]
- Κανένας, ούτε ένας:
[Λεξικό Κριαρά]
- ουδεκιάς, επίρρ.
-
— Πβ. μηδεκιάς.
- Καθόλου, ούτε καν, ούτε τουλάχιστο:
- τούτος απού 'το μοναχάς δοσμένος σ’ άξους κόπους …’ς ποιαν εξοριά κοιμάται, σκλάβος του πόθου, κι ουδεκιάς ποιος είναι αναστοράται! (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β́ 102).
[<σύνδ. ουδέ + επίρρ. κιας]
- Καθόλου, ούτε καν, ούτε τουλάχιστο: