Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οἰμώζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οιμώζω [imózo] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) θρηνώ, οδύρομαι, κλαίω με σπαρακτικές κραυγές.

[λόγ. < αρχ. οἰμώζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες