Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οἰκοδέσποινα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
οικοδέσποινα η· 'κοδέσποινα.
  • Η κυρία του σπιτιού, οικοδέσποινα:
    • (Ευγέν. 316
    • (εδώ σε ειρων. προσφών.):
      • ο καπουκάνος ήρξατο υβρίζειν την ωτίδα: «Ήλθες, κυρά οικοδέσποινα … και έκατσες ως κουβουκλαρέα …» (Πουλολ. 32).

[μτγν. ουσ. οικοδέσποινα. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ., όπως και άλλοι τ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες