Παράλληλη αναζήτηση
42 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οψαραδοσύνη η· ψαραδοσύνη.
-
- Το επάγγελμα του ψαρά:
- αφήκεν … Ανδρέας ο Πρωτόκλητος … την άγραν και την ψαραδοσύνην (Πηγά, Χρυσοπ. 72 (15)).
[<ουσ. οψαράς + κατάλ. ‑οσύνη.]
- Το επάγγελμα του ψαρά:
- οψαράκι το· ψαράκι.
-
- Μικρό ψάρι:
- (Αλεξ. 1706).
[<ουσ. οψάριον + κατάλ. ‑άκι. Ο τ. στο Meursius (λ. ‑η) και σήμ.]
- Μικρό ψάρι:
- οψαράρης ο· ψαράρης· ψαριάρης.
-
- Ψαράς:
- (Απολλών. 140)·
- Ένας ψαριάρης έριξεν την νύκτα παραγάδι και συναγρίδιν και ροφόν τα δύο έπιασε αμάδι (Βεντράμ., Φιλ. 159).
[ουσ. οψαράς + κατάλ. ‑άρης. Ο τ. ψαράρης, στο Meursius και σήμ. κυπρ.]
- Ψαράς:
- οψαράς ο· ψαράς.
-
- Ψαράς:
- (Αιτωλ., Μύθ. 171), (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 253r).
[<ουσ. οψάριον + κατάλ. ‑άς. Ο τ. σε έγγρ. του 13. αι. ως επών., στο Meursius και σήμ. Η λ. τον 11.-12. αι. (TLG) ως επών. και σήμ. ποντ.]
- Ψαράς:
- οψαργάς, επίρρ.
-
- Χθές βράδι:
- Στο σπίτι … απού ’χα ορδινιασμένες … καμπόσες μακαρούνες, που μου 'πομείναν οψαργάς (Φορτουν. Ά 88).
[<επίρρ. οψέ(ς) + αργάς (βλ. αργά). Η λ. και άλλοι τ. σήμ. ιδιωμ.]
- Χθές βράδι:
- οψαρεύω· ψαρεύγω· ψαρεύω.
-
- Ά (Αμτβ. και μτβ.) ψαρεύω:
- (Γαδ. διήγ.139)·
- ψάρευα του ποταμού τα ψάρια (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [978]).
- Β́ (Μτβ.) (μεταφ.) παρασύρω κάπ. με δόλιο τρόπο σε σφάλμα:
- να τον παγιδέψουν (ενν. τον Ιησού) εις κανένα λόγον ή ψαρέψουν (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. ιβ́ 13 σχόλ).
- Φρ.
- 1) Ψαρεύγω εις τα βουνιά/ στα δάσητα = κοπιάζω μάταια, ματαιοπονώ:
- (Απόκοπ. 264), (Πανώρ. Γ́ 526).
- 2) Ψαρεύω εις πληθότητα = πληθαίνω όπως τα ψάρια, υπέρμετρα:
- (Πεντ. Γέν. XLVIII 16).
[<ουσ. οψάριον + κατάλ. ‑εύω. Ο τ. ‑εύγω στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑εύω στο Meursius (λ. ψαρεύειν) και σήμ. Τ. ψαρεύκω σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- Ά (Αμτβ. και μτβ.) ψαρεύω:
- οψάριον το· οψάρι· οψάριν· οψάρι(ο)ν· ψάρι· ψάριν· ψάριον.
-
- 1)
- α) Ψάρι:
- (Ιμπ. 607·), (Ασσίζ. 24029)·
- β) (συνεκδ. το ένα αντί για τα πολλά):
- πλήθος οψάριν έπιασαν, μικρά τε και μεγάλα (Ιμπ. 608· Πεντ. Έξ. VII 21)·
- γ) (σε παρομοίωση):
- Έχεις με χιλιομπέρδευτο σαν ψάριν εις το δίκτυ (Ch. pop. 202· Ερωτόκρ. Δ́ 24)·
- δ) (σε σχ. υπερβολής):
- μηδέ στο γιαλό τόσα δεν είναι ψάρια … όσά 'χε η δόλια μου καρδιά … βάσανα (Ερωφ. Ά 262· Πανώρ. Γ́ 103)·
- ε) (σε σχ. αδυνάτου):
- Όντεν ιδείς εις το βουνί να περπατεί το ψάρι … τότες εμέν και σεν, κυρά, θέλουσι ευλογήσει (Ch. pop. 587· Περί ξεν. 285)·
- στ) (σε παροιμ.):
- απού την κεφαλή εβρόμεψε το ψάρι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 44126)·
- ζ) φρ. τρέμω σαν το ψάρι = φοβάμαι πολύ:
- (Διγ. O 98), (Σταυριν. 106).
- α) Ψάρι:
- 2) (Μεταφ.) μυς του χεριού:
- Κακά ήτον λαβωμένος· στο χέριν είχεν κονταριά απάνω εις το οψάριν (Χρον. Τόκκων 1115).
[αρχ. ουσ. οψάριον. Ο τ. οψάριν τον 7. αι. και σήμ. ποντ., όπως και τ. οψάρ’. Ο τ. ψάρι στο Meursius (λ. ‑η) και σήμ. Ο τ. ψάριν και σήμ. κυπρ. και ποντ.]
- 1)
- οψαρόγαρον το· ψαρόγαλον.
-
- Είδος σάλτσας από εντόσθια ψαριών (πβ. γάρος (II)2):
- Βάλε ψαρόγαλον εις το οξίδιν και ας ποιήσει ημέρας γ́ και … (Ιατροσόφ. 882).
[<ουσ. οψάριον + γάρον (βλ. γάρος (Ι), (II)). Πβ. λ. ψαρόγαλος ο <ψαρόγαρος, που απ. σήμ. κρητ. Τ. ψαρόγαρον στο Du Cange (λ. οψάριον)]
- Είδος σάλτσας από εντόσθια ψαριών (πβ. γάρος (II)2):
- οψάρογας ο.
-
- (Πιθ.) είδος σάλτσας από ψάρια (πβ. γάρος (II)2):
- αγιόθρουμβον εις τα παστά, βλησκούνιν εις την γρούταν; Ου χρήζω γαρ οψάρογας (Προδρ. II 42-2 χφ H κριτ. υπ. (έκδ. ‑ρω‑)).
[πιθ. <ουσ. *οψαρόγαρος ο (<οψάριον + γάρος ο, βλ. γάρος (I), (II)· πβ. και οψαρόγαρον) με ανομοιωτική αποβολή. Τ. ψαρόγαρος σήμ. κρητ. με διαφορ. σημασ.]
- (Πιθ.) είδος σάλτσας από ψάρια (πβ. γάρος (II)2):
- Οψαρολόγος ο.
-
- Τίτλος έργου:
- (Οψαρ. τίτλ).
[<ουσ. οψάριον + ‑λόγος. Τ. ψαρολόγος σήμ. ιδιωμ. με διαφορ. σημασ.]
- Τίτλος έργου: