Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οχύρωμα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οχύρωμα το [oxíroma] Ο49 : (στρατ.) 1. (σπάν.) η ενέργεια του οχυρώνω· οχύρωση1. 2. το αποτέλεσμα του οχυρώνω, και ιδίως κάθε έργο που αυξάνει την αμυντική ικανότητα ενός τόπου: Οι νικητές Σπαρτιάτες υποχρέωσαν τους Aθηναίους να καταστρέψουν τα τείχη και τα άλλα οχυρώματα της Aθήνας.

[λόγ. < αρχ. ὀχύρωμα (στη σημ. 2)]

[Λεξικό Κριαρά]
οχύρωμα το· οχέρωμα· 'χέρωμα· 'χέρωμαν.
  • α) Οχύρωμα· οχυρή θέση:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1831
    • Το κάστρο … στέκεται εις οχέρωμα, εις σπήλαιον απάνω, πλησίον εις την θάλασσαν (Χρον. Τόκκων 2437· 2049, 3221
  • β) (μεταφ. προκ. για τη Θεοτόκο):
    • χαίροις, των δεκατεσσάρων στερεωμάτων το οχύρωμα (Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 240).

[αρχ. ουσ. οχύρωμα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οχυρωματικός -ή -ό [oxiromatikós] Ε1 : (στρατ.) που αναφέρεται σε οχύρωμα ή που χρησιμοποιείται για οχύρωση: Οχυρωματικά έργα, το σύνολο των τεχνικών έργων που αυξάνουν την αμυντική ικανότητα ενός τόπου: Kατασκευή οχυρωματικών έργων για την άμυνα της χώρας.

[λόγ. οχυρωματ- (οχύρωμα) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες