Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουρώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουρώ [uró] Ρ10.9α : αποβάλλω τα ούρα από την ουροδόχο κύστη με το φυσιολογικό τρόπο· κατουρώ.

[λόγ. < αρχ. οὐρῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
ουρώ.
  • Ά (Αμτβ.) ουρώ, κατουρώ:
    • (Ιατροσ. κώδ. υπθ́).
  • Β́ (Μτβ.) αποβάλλω κ. με τα ούρα·
    • (προκ. για αποβολή αίματος):
      • εφάνη αυτῴ ουρείν μετά πόνου μεγάλου αίμα (Ψευδο-Σφρ. 21419).

[αρχ. ουρέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες