Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουδαμού
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουδαμού [uδamú] επίρρ. τοπ. : (απαρχ., με γεν.) πουθενά: ~ της γης / της οικουμένης, πουθενά σε ολόκληρη τη γη / την οικουμένη.

[λόγ. < αρχ. οὐδαμοῦ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες