Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουδαμού [uδamú] επίρρ. τοπ. : (απαρχ., με γεν.) πουθενά: ~ της γης / της οικουμένης, πουθενά σε ολόκληρη τη γη / την οικουμένη.
[λόγ. < αρχ. οὐδαμοῦ]