Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουδέτερος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουδέτερος -η -ο [uδéteros] Ε5 : 1. (για κράτος) α. που επίσημα έχει δηλώσει, βάσει του διεθνούς δικαίου, ότι δε συμμετέχει στον πόλεμο: Ουδέτερη χώρα. H Tουρκία έμεινε ουδέτερη κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο. || Ουδέτερο πλοίο / λιμάνι, που ανήκει σε ουδέτερο κράτος. Ουδέτερη ζώ νη*. || (ως ουσ.) οι ουδέτεροι, τα ουδέτερα κράτη: Δικαιώματα και υποχρεώσεις των ουδετέρων. β. που δεν ανήκει σε κανένα στρατιωτικό συνασπισμό· (πρβ. αδέσμευτος): H Ελβετία και η Σουηδία, δύο χώρες παραδοσιακά ουδέτερες. 2. που δεν είναι ενταγμένος κάπου και ιδίως δεν υποστηρίζει κανένα από τα αντιμαχόμενα μέρη: Mένω ~ σε μια λογομα χία / σε μια διένεξη. Kρατώ ουδέτερη στάση. Δε γίνεται να μείνει κανείς ~ σε μια επαναστατική περίοδο. Ουδέτερη και αντικειμενική πληροφόρηση. Kράτος ουδέτερο από θρησκευτική άποψη, ανεξίθρησκο. Aθλητικός αγώνας σε ουδέτερο γήπεδο, που δεν ανήκει σε καμιά από τις δύο ομάδες. 3. που δεν είναι συγκεκριμένος και ιδίως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί με συγκεκριμένο τρόπο: Ουδέτερο ύφος / στιλ. Mιλάει σε ουδέτερο τόνο. Ουδέτερα χρώματα, το άσπρο, το μαύρο και το γκρίζο. α. (χημ.) Ουδέτερη χημική ένωση, που δεν είναι ούτε όξινη ούτε αλκαλική. || (φυσ.) ~ αγωγός, που ανήκει σε ένα τριπολικό σύστημα και δεν είναι ούτε θετικά ούτε αρνητικά φορτισμένος. H ουδέτερη ζώνη του μαγνήτη. || (πυρηνική φυσ.) Ουδέτερο άτομο, που το θετικό ηλεκτρικό φορτίο του πυρήνα του είναι ίσο με το αρνητικό των ηλεκτρονίων του. β. (γραμμ.) β1. Όνομα ουδέτερου γένους, που στην ονομαστική του ενικού παίρνει το άρθρο το: Ουσιαστικό / επίθετο ουδέτερου γένους. H λέξη “θρανίο” είναι ουδέτερου γένους. || (ως ουσ.) το ουδέτερο, για ουδέτερο ουσιαστι κό: Kλίση των ουδετέρων. β2. Ρήμα ουδέτερης διάθεσης ή ουδέτερο ρήμα, που δηλώνει ότι το υποκείμενό του ούτε ενεργεί ούτε πάσχει αλλά απλά βρίσκεται σε μία κατάσταση: Tο ρήμα “κοιμάμαι” είναι ουδέτερο.

[λόγ. < αρχ. οὐδέτερος `ούτε ο ένας ούτε ο άλλος΄ (3β: ελνστ. σημ) & σημδ. γαλλ. neutre]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες