Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οστό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οστό το [ostó] Ο38 : καθένα από τα σκληρά τμήματα του σκελετού των ανθρώπων και των σπονδυλωτών ζώων στα οποία επικάθεται η σάρκα· κόκαλο: Tα οστά του ανθρώπου / ενός ζώου· (πρβ. σκελετός). Tα οστά του κρανίου / του κορμού / των άκρων. Kάταγμα / φλεγμονή ενός οστού. Mακρά οστά, που έχουν επίμηκες σχήμα. (έκφρ.) με σάρκα* και οστά. παίρνω / δίνω σάρκα* και οστά. || (εκκλ.) Aνακομιδή των οστών. οστάριο το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. ὀστ(οῦν) μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα ουδ.· λόγ. < ελνστ. ὀστάριον]

[Λεξικό Κριαρά]
όστος ο.
  • Πανδοχέας, ταβερνιάρης:
    • Ήταν ένας όστος κι είχε οσταρία. Έτσι επήγε ο Χριστός … (Μικρ. διηγ. II 1).

[<παλαιότ. ιταλ. - βεν. osto]

[Λεξικό Κριαρά]
οστούν το· οστέον· πληθ. οστία.
  • 1) Κόκαλο:
    • (Προδρ. IV 623), (Γεωργηλ., Βελ. Λ 504), (Πόλ. Τρωάδ. 4117).
  • 2) Ελεφαντόδοντο:
    • ο ελέφας … ταύτα προσεφθέγξατο …: « … τα οστέα μου ποιούν μεγάλας χρείας …» (Διήγ. παιδ. 914).
  • 3)
    • α) Κέρατο ελαφιού:
      • οστέον αυτού (ενν. ελάφου) εάν θυμιάσει τις, ουδέποτε οσμήν δράκοντος θεωρήσεις (Φυσιολ. (Kaim.) 10011
    • β) (προκ. για το στερεό σωματίδιο που βρισκόταν μερικές φορές στην καρδιά του ελαφιού και θεωρούνταν ισχυρό φάρμακο):
      • το οστούν του ελάφου και το οστούν της καρδίας βράσον και δος πιείν (Σταφ., Ιατροσ. 342).
  • 4) Πυρήνας καρπού, κουκούτσι:
    • Του φοινικίου το οστέον έχει ωσάν τσίπαν (Σταφ., Ιατροσ. 7).
  • Έκφρ.
  • Οστούν εκ των οστέων μου = προκ. για κατιόντες συγγενείς (βλ. και Π.Δ. Γέν. 2, 23):
    • (Κομν. Διδασκ. Δ 8).
    • Φρ.
    • Άπτομαι (τινός) μέχρις οστών = συγκινώ κάπ. βαθύτατα:
      • (Notizb. 76).

[αρχ. ουσ. οστέον. Ο πληθ. οστία ήδη μτγν. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. Τ. οστό σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες