Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ορμητήριον το.
-
- Τόπος ασφαλής που χρησιμοποιείται και ως βάση σε πολεμικές επιχειρήσεις (εδώ για πλοία):
- Εχώρισεν (ενν. ο βασιλεύς) ουν μέρος της πόλεως … έως του αιγιαλού … κατασκευάσας και ορμητήριον, έχων αυτό προς καταφυγήν εν καιρῴ (Δούκ. 7531).
[αρχ. ουσ. ορμητήριον. Η λ. και σήμ. (-ιο)]
- Τόπος ασφαλής που χρησιμοποιείται και ως βάση σε πολεμικές επιχειρήσεις (εδώ για πλοία):