Παράλληλη αναζήτηση
68 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ορθό το [orθó] Ο38 : το τελευταίο τμήμα του παχέος εντέρου. || (ως επίθ.): Tο ~ έντερο.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ορθός σημδ. υστλατ. rectum intestinum]
- ορθο- 1 [orθo] & ορθό- [orθó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ορθ- [orθ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: I. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στην έννοια: 1. όρθιος, σε κατακόρυφη θέση: ~κέραμος, ~στάτης· ~μαρμάρωση. 2. όρθια στάση του ανθρώπινου σώματος: ~ποδίζω· ~στασία. II1. ορθός, σωστός, χωρίς λάθη, σφάλματα: ~γράφος· ~γραφία, ~έπεια, ~φωνία. || ορθόδοξος, ~δοξία. 2. (επιστ., ιατρ.) κανονικός σχηματισμός, διάπλαση κτλ.: ορθοδοντία, ορθοδοντική, ~μετωπία. || ~πεδικός. III. ορθός λόγος: ~λογισμός· ~λογικός. IV. ορθή γωνία: ~γώνιο, ~διαγώνιος, ορθόπρισμα· ~γωνικός, ~γώνιος. || (νεολ., επιστ.) ~αναγωγέας, ~φωτογραφία.
[λόγ. < αρχ. ὀρθ(ο)- θ. του επιθ. ὀρθό(ς) `όρθιος, σωστός΄ ως α' συνθ.: αρχ. ὀρθο-στάτης, ὀρθο-γώνιον, ελνστ. ὀρθο-γραφία & γαλλ. orth(o)- < αρχ. ὀρθ(ο)-: ορθ-οδοντία < γαλλ. orthodontie, ορθο-πεδικός < γαλλ. orthopédique]
- ορθο- 2 : (ανατ., ιατρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό εντοπίζεται ή αναφέρεται στο ορθό, στην απόληξη του παχέος εντέρου: ~κήλη, ~σκόπηση, ~σκόπιο· ~κολπικός.
[λόγ. < θ. της λ. ορθ(όν) (έντερον) -ο-]
- ορθογεγραμμένος, μτχ. επίθ.
-
- Που είναι σωστά γραμμένος:
- αθιβόλαιον … ορθογεγραμμένο (Αλεξ. Επίλ. 6).
[μτχ. παρκ. του ορθογράφω (Βλάχ.)]
- Που είναι σωστά γραμμένος:
- ορθογράφηση η [orθoγráfisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ορθογραφώ.
[λόγ. ορθογραφη- (ορθογραφώ) -σις > -ση]
- ορθογραφία η [orθoγrafía] Ο25 : ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να γράφε ται μια λέξη: Kανόνες ορθογραφίας. Φωνητική ~ ή φωνηματική ~, όταν για κάθε φώνημα υπάρχει ένα μόνο γράμμα, ενώ κάθε γράμμα αντιστοιχεί σε ένα μόνο φώνημα. Iστορική ~, που βασίζεται στον τρόπο που γραφόταν μια γλώσσα σε παλαιότερες περιόδους της ιστορίας της. Aπλοποίηση της ορθογραφίας μιας γλώσσας. Οι λέξεις διάλυμα και διάλειμμα δεν έχουν ίδια ~. H ~ ενός συγγραφέα / ενός βιβλίου, οι ορθογραφικές ιδιομορφίες του. || η ορθογραφία ως σχολικό μάθημα: Mου υπαγορεύουν / γράφω την ~. Tετράδιο ορθογραφίας. Πήρε άριστα στην ~. Για τιμωρία τού έβαλε να γράψει είκοσι φορές την ~.
[λόγ. < ελνστ. ὀρθογραφία]
- ορθογραφικός -ή -ό [orθoγrafikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ορθογραφία: Ορθογραφικοί κανόνες. Ορθογραφικά λάθη. Ορθογραφικό λεξικό, που δίνει την ορθογραφία κάθε λέξης. ~ οδηγός της γραμματικής.
ορθογραφικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ὀρθογραφικός]
- ορθογράφος ο [orθoγráfos] Ο18 θηλ. ορθογράφος [orθoγráfos] Ο35 : αυτός που μπορεί να γράφει χωρίς ορθογραφικά λάθη.
[λόγ. < ελνστ. ὀρθογράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ορθογραφώ [orθoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : γράφω χωρίς ορθογραφικά λάθη: Ορθογραφείται μία λέξη, γράφεται σωστά από ορθογραφική άποψη.
[λόγ. < ελνστ. ὀρθογραφῶ]
- ορθογωνικός -ή -ό [orθoγonikós] Ε1 : (για σχήμα ή σώμα) που μοιάζει με ορθογώνιο παραλληλόγραμμο ή παραλληλεπίπεδο· ορθογώνιος: ~ σωλήνας.
[λόγ. ορθογών(ιον) -ικός]