Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορεινός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ορεινός, επίθ.
  • 1) Γεμάτος βουνά, ορεινός·
    • (εδώ πλεοναστικά):
      • Εις ανεπίβατον βουνόν, εις ορεινόν κρημνώδη (Καλλίμ. 79· Λίβ. (Lamb.) N 21).
  • 2)
    • α) Που βρίσκεται σε βουνό, βουνίσιος:
      • ορεινά λιβάδια (Πικατ. 403
    • β) (προκ. για φυτό) που φυτρώνει σε βουνό:
      • Σκόροδον ορεινόν (Ιερακοσ. 38521).
  • Το θηλ. ως ουσ. =
    • α) ορεινή περιοχή:
      • επήγε εις την ορεινήν (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. ά 39
    • β) ως τοπων.:
      • (Μαχ. 67218).
  • Το ουδ. ως ουσ. =
    • 1) Βουνό:
      • Τηρά απεκεί εις τ’ ορεινόν, βλέπει τον κάμπον κάτω (Λόγ. παρηγ. O 386).
    • 2) Ύψωμα γης:
      • ει μεν έχει το μετρούμενον χωρίον … ρύακας και ορεινά (Metrol. 5513).
  • [αρχ. επίθ. ορεινός. Η λ. και σήμ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    ορεινός -ή -ό [orinós] Ε1 : ANT πεδινός. 1α. που αποτελείται από βουνά ή που έχει πολλά βουνά: Ορεινή χώρα / περιοχή. Ορεινό έδαφος / τοπίο. H ορεινή Θεσσαλία. Ο ~ όγκος της Πίνδου, τα βουνά της Πίνδου. Ορει νή αλυσίδα. || (ως ουσ.) τα ορεινά, οι ορεινές περιοχές: Θα χιονίσει στα ορεινά της χώρας. β. που χαρακτηρίζει τα βουνά ή τις ορεινές περιοχές: Ορεινό κλίμα, βουνίσιο. 2. που βρίσκεται σε βουνό ή σε ορεινή περιοχή· βουνίσιος: Ορεινά μονοπάτια. Ορεινές διαβάσεις. Εγκαταλειμμένο ορει νό χωριό. 3α. που ζει ή που αναπτύσσεται σε ορεινές περιοχές· βουνίσιος: Ορεινή πέρδικα. Ορεινή βλάστηση. ~ πληθυσμός, που κατοικεί μόνιμα σε ορεινή περιοχή· ορεσίβιος. β. που αφορά τις ορεινές περιοχές: Ορεινή οικονομία. || (στρατ.) Λόχος Ορεινών Kαταδρομών (ΛΟK). Ορεινό πυροβολικό, είδος πυροβολικού· ορειβατικό. γ. (ιστ., ως ουσ.) οι ορεινοί, ονομασία αριστερής παράταξης κατά τη γαλλική επανάσταση.

    [λόγ. < αρχ. ὀρεινός (3γ: σημδ. γαλλ. les Montagnards)]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες