Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οπόθεν, επίρρ.· όποθεν· όπουθε· όπουθεν· οπούθεν· 'πόθε.
-
- 1) Όπου:
- το μανδί μου το φορώ, οπόθεν και αν είμαι (Πουλολ. 191· Χρον. Τόκκων 739).
- 2) Από το μέρος όπου, από όπου:
- (Χρον. Μορ. H 3808)·
- έρχεται ξένος άλλοθεν κι όποθεν ουκ ελπίζει (Σπαν. A 527).
- 3) Όπου και αν:
- τα άνθη εσυνάξασιν … οπόθεν ήσαν (Φλώρ. 1591· Πουλολ. 202).
[αρχ. επίρρ. οπόθεν. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Όπου: