Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπλαρχηγός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπλαρχηγός ο [oplarxiγós] Ο17 : αρχηγός άτακτου στρατιωτικού σώματος, ιδίως μικρού, κατά τους ελληνικούς εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του 19ου και των αρχών του 20ού αι.· (πρβ. καπετάνιος): ~ της επανάστασης του 1821 / του μακεδονικού αγώνα.

[λόγ. οπλ(ο)- + αρχηγός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες