Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπισθοχωρώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπισθοχωρώ [opisθoxoró] Ρ10.9α : 1. (στρατ.) υποχωρώ προς τα πίσω συνήθ. εξαιτίας εχθρικής πίεσης. ANT προελαύνω: H στρατιά οπισθοχώρησε για να ανασυντάξει τις δυνάμεις της. Οι εχθροί οπισθοχωρώντας καταστρέφουν δρόμους και γέφυρες. 2. κινούμαι προς τα πίσω: Ένα φίδι! είπε οπισθοχωρώντας με τρόμο. 3. (μτφ.) μετακινούμαι από τις θέσεις μου, τις απόψεις μου κτλ.: H κυβέρνηση δε θα οπισθοχωρήσει στην εφαρμογή του οικονομικού της προγράμματος παρά τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης και των συνδικαλιστικών οργανώσεων.

[λόγ. οπισθο- + χωρώ μτφρδ. γαλλ. rétrograder]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες