Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οξύγαλα το· 'ξύγαλα· οξύγαλαν· γεν. 'ξυγάλατος· οξυγάλακτος· οξυγάλατος.
-
— Βλ. και οξύγαλον.
- Ξινόγαλο:
- δρουβανιστόν οξύγαλαν (Προδρ. III 179 χφ G κριτ. υπ).
[αρχ. ουσ. οξύγαλα. Ο τ. 'ξύγαλα και σήμ. ποντ. Πβ. ξινόγαλα σήμ. Η λ. και διάφ. τ. της σήμ. ιδιωμ.]
- Ξινόγαλο:
[Λεξικό Κριαρά]
- οξυγαλατάς ο.
-
- Αυτός που πουλά ξινόγαλο:
- Εάν ήμουν οξυγαλατάς, οξύγαλον να επώλουν (Προδρ. III 176).
[<γεν. του ουσ. οξύγαλα ‑γάλατος + κατάλ. ‑άς]
- Αυτός που πουλά ξινόγαλο: