Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ονοματικός -ή -ό [onomatikós] Ε1 : (γραμμ.) που έχει σχέση με το όνομα, ουσιαστικό ή επίθετο: ~ τύπος, κυρίως το ουσιαστικό και το επίθετο. Tο απαρέμφατο και η μετοχή είναι οι ονοματικοί τύποι του ρήματος. ~ προσδιορισμός, που προσδιορίζει ένα όνομα. Οι ονοματικοί προσδιορισμοί χωρίζονται σε ομοιόπτωτους και ετερόπτωτους. Ονοματική πρότα ση, δευτερεύουσα πρόταση που χρησιμοποιείται ως υποκείμενο, αντικεί μενο, κατηγορούμενο ή ονοματικός προσδιορισμός. Ονοματικό σύνολο, ουσιαστικό που συνοδεύεται από άρθρο, επίθετο ή αντωνυμία.
[λόγ. < ελνστ. ὀνοματικός `που αποτελείται από ονόματα΄ σημδ. γαλλ. nominal]