Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ομόφυλος, επίθ.
-
- 1) Που ανήκει στην ίδια φυλή, ομογενής, ομοεθνής:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 10)·
- του δέ Δαβίδ βασιλεύοντος των ομοφύλων Εβραίων (Τρωικά 1201).
- 2) Ομόθρησκος:
- εβρόμησαν εις τον Θεόν μάχες των ομοφύλων (ενν. των χριστιανών) (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 579).
- Το ουδ. ως ουσ. = καταγωγή από την ίδια φυλή, ομογένεια:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 191). [αρχ. επίθ. ομόφυλος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Που ανήκει στην ίδια φυλή, ομογενής, ομοεθνής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομόφυλος -η -ο [omófilos] Ε5 : (για πρόσ.) 1. που ανήκει στην ίδια φυλή με κπ. άλλο. ANT αλλόφυλος. || (συνήθ. ως ουσ.): Συμπαράσταση στους ομοφύλους. 2. που ανήκει στο ίδιο φύλο με κπ. άλλο. ANT ετερόφυλος. || (συνήθ. ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. ὁμόφυλος]