Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομορφάνθρωπος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομορφάνθρωπος ο [omorfánθropos] Ο20 (χωρίς γεν. πληθ.) : (οικ.) για όμορφο άντρα.

[ομορφ(ο)- + άνθρωπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες