Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομολογώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομολογώ [omoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : α. παραδέχομαι, αναγνωρίζω την αλήθεια μιας κατάστασης, ενός γεγονότος κτλ. την οποία μέχρι εκείνη την ώρα αρνούμουν ή δίσταζα να παραδεχτώ: ~ την αλήθεια / την πλάνη μου. ~ ότι έχεις δίκιο. Πρέπει να ομολογήσω ότι είπα ψέματα. β. παραδέχομαι ορισμένη υπαιτιότητα ή ενοχή μου: ~ το έγκλημά μου. Tον βασάνισαν για να ομολογήσει. γ. φανερώνω, αποκαλύπτω κτ.: Ομολόγησε τα πάντα στην ανάκριση. || ~ την πίστη μου, διακηρύσσω δημόσια τις θρησκευτικές μου πεποιθήσεις: Xριστιανοί που ομολογούσαν την πίστη τους πέθαιναν με μαρτυρικό θάνατο.

[λόγ. < αρχ. ὁμολογῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
ομολογώ· μολογώ· 'μολοώ.
  • Ά Μτβ.
    • 1)
      • α) Παραδέχομαι, αναγνωρίζω:
        • (Σαχλ., Αφήγ. 339), (Ασσίζ. 16622
        • (παρενθετικά):
          • Μα 'σφαλα, 'μολογώ σου το, κι έμεινα νικημένος απού τον πόθο (Ερωφ. Δ́ 663
        • φρ. ομολογώ χάριτας = χρωστώ ευγνωμοσύνη:
          • (Πτωχολ. α 775
      • β) (νομ.):
        • Περί του εγγυητή οπού ουδέν μολογά (Ασσίζ. 25430
      • γ) παραδέχομαι, αναγνωρίζω ως έγκυρο, αληθινό:
        • ουκ οίδεν το ορθόδοξον ομολογείν την τύχην (Σπαν. O 245
        • (θεολ.):
          • (Επιστ. Μωάμ. Β́ 666
          • ομολογά η εκκλησία «έν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών» (Πηγά, Χρυσοπ. 293 (1)
      • δ) (με κατηγ.) αναγνωρίζω τη νομιμότητα του αξιώματος κάπ.:
        • αφορισμόν κατά του ομολογήσαντος τον Κατακουζηνόν βασιλέα (Byz. Kleinchron. Á 8236
      • ε) (προκ. για το Θεό):
        • Έναν θεόν εμείς πιστεύομεν και ομολογούμεν (Διήγ. Αλ. G 26618
        • (με κατηγ.):
          • μόνον Θεόν αληθινόν να σε ομολογήσουν (Ιστ. Βλαχ. 2702
        • (προκ. για την Παναγία):
          • Εσέν (ενν. Μαρία) … δέσποινα ομολογούσι (Σκλέντζα, Ποιήμ. 753
        • φρ. δε μολογώ θεόν = δε σέβομαι απολύτως τίποτε:
          • (Ριμ. κόρ. 698).
    • 2)
      • α) Αποδέχομαι κάπ. κατηγορία, ομολογώ:
        • να μη τον κρεμάσουν διά το αυτόν (ενν. φόνο), εάν ου το ομολογήσει (Ασσίζ. 45816
      • β) παραδέχομαι, ομολογώ (κάτω από ηθικό ή σωματικό εξαναγκασμό):
        • απάνω εις βάρος αφορισμού να ομολογήσει το χρέος του (Σεβήρ., Διαθ. 19040· Μαχ. 30011).
    • 3) Έχω τη γνώμη, πιστεύω:
      • την αγάπη πως μοιάζει μολογώ του παραδείσου (Πιστ. βοσκ. II 2, 188).
    • 4) Δίνω μαρτυρία για κ.:
      • η θαυμαστή σου γέννα τα μολογά για να βρεθείς μητέρα και παρθένα (Φαλιέρ., Θρ. 62).
    • 5)
      • α) Εκμυστηρεύομαι, εμπιστεύομαι κ. σε κάπ.:
        • ειδέ και αν έπταισες … την γυναίκαν σου μηδέν τ’ ομολογήσεις (Σπαν. (Ζώρ.) V 218· Φορτουν. Β́ 159
      • β) (θρησκ.) εξομολογούμαι:
        • εξαγορεύσου τα κακά … μολόγα την αιτιάν σου (Πένθ. θαν. 453).
    • 6) Εκφράζω, εξωτερικεύω (συναίσθημα):
      • μολόγησε τον πόνο σου (Θυσ. 609
      • τον πόθο μου … να 'μολοήσω (Φορτουν. Β́ 128).
    • 7)
      • α) Δηλώνω, φανερώνω:
        • να ομολογήσει διά ποίαν αιτίαν τον εγκαλέ (Ασσίζ. 34111
        • τα καμώματα συχνά ψέματα μολογούσι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [687]
      • β) φανερώνω κ. κρυμμένο:
        • ομολόγησεν τα ασημικά της (Συναδ. φ. 56r
      • γ) καταδεικνύω, κάνω ολοφάνερο:
        • τα μάτια σου το μολογού το βάρος τση καρδιάς σου (Θυσ. 120
      • δ) εκδηλώνω, φανερώνω:
        • μολογούσι … το κορμί και ο νους την φύσιν τήν κρατούσι (Φαλιέρ., Ρίμ. 25).
    • 8) Αποκαλύπτω:
      • να τους ομολογήσει την άπασαν αλήθειαν (Διήγ. Αλ. V 24).
    • 9) Ανακοινώνω:
      • του πασά το θάνατο σ’ όλους εμολογήσα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 32714).
    • 10) Γνωστοποιώ, πληροφορώ:
      • (Ερωτόκρ. Γ́ 1676
      • ομολόγησέν του το πώς την έκτισεν (ενν. την εκκλησία) ο Σολομών (Διήγ. Αλ. G 26616).
    • 11) Δίνω αναφορά (σε ανώτερο):
      • ο συνορίτης … ομολόγησέν του (ενν. του βασιλέα) περί τα φουσάτα, το πόσες χιλιάδες έρχονται (Διήγ. Αλ. V 22).
    • 12) Διακηρύσσω, διαλαλώ:
      • τη νίκη σ’ όλη τη Φραγκιά να πα μολογήσουν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3786).
    • 13)
      • α) Διηγούμαι, αφηγούμαι:
        • η κόρη ουκ ομολόγησεν το όνειρον ως ήτον (Λίβ. Sc. 223
      • β) περιγράφω:
        • Το κάλλος (ενν. της βασίλισσας) … τις να το μολογήσει …; (Βίος Δημ. Μοσχ. 479).
    • 14) Αναφέρω, μνημονεύω, κατονομάζω:
      • Εις την πούντα του Τραγγιλό … ήτον και μία χώρα χαλασμένη και δεν την μολογούν (Πορτολ. Α 24021).
    • 15) Επαινώ, εγκωμιάζω:
      • Ιούδα, … να σε μολογούν τα αδέρφια σου· … να προσκυνήσουν εσέν παιδιά του πατρός σου (Πεντ. Γέν. XLIX 8).
    • 16) (Νομ.) αποδεικνύω, βεβαιώνω, πιστοποιώ:
      • (Ασσίζ. 20521
      • (με κατηγ.):
        • ομολογούμεν και μαρτυρούμεν τον … εφημέριον … τίμιον κατά πάντα (Βλαστού, Επιστ. 177).
    • 17)
      • α) Εξαγγέλλω, υπόσχομαι, εγγυώμαι:
        • Ταύτα δε ως βέβαια και ομολογούμενα οι ασεβείς είχασι (Καναν. 278-9
      • β) υπόσχομαι στον εαυτό μου, αποφασίζω:
        • ομολόγησαν να παρθενεύουν (Βακτ. αρχιερ. 178).
    • 18) Καταδίδω, προδίδω:
      • Ανέν κανένας … και μας ιδεί … και μολογήσει μας επά στην χώραν μέσα; (Ευγέν. 484).
    • 19) (Νομ.) καταγγέλλω:
      • ένι ομολογημένος με μάρτυρες … ότι εποίκεν εκείνον το λάβωμαν (Ασσίζ. 915).
  • Β́ Αμτβ.
    • 1)
      • α) Παραδέχομαι:
        • πας 'φκαριστημένα, καθώς μόνιος σου μολογάς (Φορτουν. Β́ 246
      • β) (νομ.) αποδέχομαι κατηγορία, ομολογώ:
        • (Ελλην. νόμ. 53015
        • εκείνος οπού έβαλεν το λαμπρόν … αφ’ εαυτού τε εμολόγησεν (Ασσίζ. 2233
      • γ) αναγνωρίζω, παραδέχομαι τα σφάλματά μου:
        • τον φρόνιμον ληστήν, με το να μολογήσει, μέσα εις τον παράδεισον τον έβαλε (Ιστ. Βλαχ. 2291).
    • 2) Μιλώ, λέω:
      • Γλώσσα δεν έχει να το πει, χείλη να μολογήσει (Περί ξεν. 73).
    • 3) Εκθέτω· αποφαίνομαι:
      • εις την Σοφίαν του ομολογά (ενν. ο Σολομών) … (Συναξ. γυν. 75).

[αρχ. ομολογέω. Ο τ. μολογώ και σήμ. λαϊκ. Ο τ. 'μολοώ και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες