Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομολογία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομολογία η [omolojía] Ο25 : 1. παραδοχή και αναγνώριση γεγονότων, πράξεων, λόγων ή των υποχρεώσεων που προκύπτουν από αυτά: Έγγραφη / προφορική ~. Δημόσια / σιωπηρή ~. Kατά κοινή / γενική ~, όπως όλοι παραδέχονται ή πιστεύουν. α. (νομ.) παραδοχή από κπ. ότι είναι υπαίτιος ή ένοχος: Εξώδικη / δικαστική ~. H ~ αποσπάστηκε με χρήση ψυχολογικής βίας. β. (εκκλ., ιστ.) δημόσια διακήρυξη της πίστης σε μία θρησκεία ή ένα δόγμα· ομολογία πίστεως. γ. η καθεμία από τις υποδιαιρέσεις της εκκλησίας των διαμαρτυρομένων: Στη δοξολογία θα παραστούν εκπρόσωποι όλων των χριστιανικών δογμάτων και ομολογιών. 2. (οικον.) ανώνυμος χρηματιστηριακός τίτλος που αντιπροσωπεύει ορισμένο ποσοστό ενός δανείου και εξοφλείται οποτεδήποτε στην τρέχουσα τιμή: Έκδοση / αγορά ομολογιών. Έκλεψαν χρήματα και ομολογίες. 3. (επιστ.) το να είναι κτ. ομόλογο με κτ. άλλο: Xημική / βιολογική / μαθηματική ~.

[λόγ.: 1, 3: αρχ. ὁμολογία `συμφωνία, παραδοχή΄ & σημδ. γαλλ. confession· 2: σημδ. γαλλ. obligation]

[Λεξικό Κριαρά]
ομολογία η· ομολογιά.
  • 1)
    • α) Έγγραφη βεβαίωση μιας υποχρέωσης κάπ.:
      • χρεωστών ομολογία, οπού γράφουν πως χρεωστούν (Βακτ. αρχιερ. 188· Διαθ. Νίκωνος 25112
      • έκφρ. ομολογία προικός = συμβόλαιο όπου καταγράφονται τα μέρη της προίκας:
        • (Ελλην. νόμ. 58415
    • β) προφορική (ένορκη ή όχι) διαβεβαίωση:
      • αυτοί (ενν. οι κληρικοί) εγγύας δεν δίδουν, μόνον ομολογίας (Βακτ. αρχιερ. 149
      • ορκωμοτικήν ομολογίαν υπακοής (Διάτ. Κυπρ. 50623).
  • 2) Αναγνώριση, αποδοχή κάπ.:
    • (Διάτ. Κυπρ. 5137).
  • 3) Παραδοχή υπαιτιότητας:
    • κρατούν την δίκην, ήγουν γίνεται ή η άρνησις ή η ομολογία (Ελλην. νόμ. 54715‑6).
  • 4) (Εκκλ.) καθομολόγηση, υπόσχεση πίστης:
    • ερασοφορέσαμεν … διδόντες … την εις Θεόν της πίστεως ομολογίαν (Σφρ., Χρον. 18227
    • (ως είδος σύστ. αντικ.):
      • τας ομολογίας μου διά του στόματος σου Θεῴ καθομολόγησας (Θρ. Κων/π. Βαρβ. 3).
  • 5) Φρ. κάνω ομολογία, βλ. κάμνω Φρ. 80.

[αρχ. ουσ. ομολογία. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομολογιακός -ή -ό [omolojiakós] Ε1 : (οικον.) που έχει σχέση με την ομολογία2: Ομολογιακό δάνειο.

[λόγ. ομολογί(α)2 -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες