Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομοιότης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ομοιότης τητα η· 'μοιότη· ομοιότη.
  • 1)
    • α) Το να παρουσιάζουν δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα όμοια ή ανάλογα χαρακτηριστικά ή ιδιότητες:
      • (Χρον. Τόκκων 1408), (Χούμνου, Κοσμογ. 69), (Ερωτόκρ. Έ 126
    • β) (συνεκδ.) η εικόνα που παρουσιάζει κάπ., τα γνωρίσματά του:
      • είπεν ο Θεός: «Να κάμομε άνθρωπο … σαν την ομοιότη μας …» (Πεντ. Γέν. I 26).
  • 2) Έκφρ. εις (την) ομοιότη(ταν) (κάπ.) =
    • (α) (προκ. για πρόσωπο) με απόλυτη ομοιότητα· με τα ίδια χαρακτηριστικά, με την ίδια όψη:
      • (Πεντ. Γέν. V 3), (Καρτάν, Π. Ν. Διαθ. φ. 110r), (Hagia Sophia ω 52421 κριτ. υπ.
    • (β) (θεολ.) «καθ’ ομοίωσιν»:
      • να’ ναι … ο άνθρωπος … εις ομοιότητάν τως (ενν. της υψίστου Τριάδος) (Πικατ. 420).
  • 3) (Συνεκδ., προκ. για τον άνθρωπο που έγινε καθ’ ομοίωσιν του Θεού):
    • Προσκύνησε την ομοιότητα και το πλάσμα του Θεού (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 79v).
  • 4)
    • α) (Προκ. για ανάγλυφη παράσταση) εικόνα, μορφή:
      • εις την … μονέδαν … ήτονε η ομοιότητα του βασιλέως (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 110r
    • β) (προκ. για το αποτύπωμα του προσώπου του Ιησού στο άγιο μαντήλι):
      • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. 332v).
  • 5) Ομοίωμα, είδωλο:
    • να κάμετε εσάς πελεκητό … ομοιότη αρσενικό γή θηλυκό (Πεντ. Δευτ. IV 16).
  • 6) Συμβιβασμός· εξίσωση:
    • τους χριστιανούς να βάλουν εις ισιασμόν και ομοιότητα, τους Φράγκους με τους Ρωμαίους (Χρον. Μορ. H 508).

[αρχ. ουσ. ομοιότης. Η λ. ‑τητα στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες