Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομοιόπτωτος -η -ο [omióptotos] Ε5 : (γραμμ., για ονοματικό προσδιορισμό) που βρίσκεται στην ίδια πτώση με το όνομα που αυτός προσδιορίζει. ANT ετερόπτωτος.
[λόγ. < ελνστ. ὁμοιόπτωτος]