Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομοιοπαθής -ής -ές [omiopaθís] Ε10 : (για πρόσ.) που έπαθε ή παθαίνει τα ίδια ή γενικά βρίσκεται στην ίδια δυσάρεστη κατάσταση με κπ. άλλο.
[λόγ. < αρχ. ὁμοιοπαθής `που έχει παρόμοια αισθήματα΄ κατά την εξέλ. της σημ. της λ. πάθος]