Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομαδικός -ή -ό [omaδikós] Ε1 : α. που αφορά μία ομάδα ιδίως προσώπων. ANT ατομικός: Ομαδική ευθύνη. Ομαδικό πνεύμα / συμφέρον. ~ εμβολιασμός ανθρώπων / ζώων. || (στρατ.) Ομαδικό όπλο, που το χειρίζεται μία ομάδα στρατιωτών. β. που γίνεται από πολλούς ανθρώπους μαζί: Ομαδική ενέργεια / εργασία / καλλιέργεια / διαμαρτυρία. Ομαδική παραίτηση των υπουργών. Ομαδικό άθλημα / παιχνίδι. ~ έρωτας. ~ γάμος. γ. που ανήκει σε πολλούς ανθρώπους μαζί: ~ αμπελώνας. ~ τάφος, στον οποίο έχουν ταφεί πολλοί νεκροί μαζί.
ομαδικά ΕΠIΡΡ: Yπέβαλαν ~ την παραίτησή τους. [λόγ. ομαδ- (δες ομάδα) -ικός (πρβ. ελνστ. ὁμαδικός `ενωμένος΄)]