Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολόκυκλος, επίθ.
-
- α) Που έχει ολοστρόγγυλο σχήμα·
- (προκ. για τη σελήνη):
- τον κύκλον της σελήνης, οπότεν είναι ολόκυκλος, καθάριος και γεμάτος (Λίβ. Esc. 2410)·
- (προκ. για τη σελήνη):
- β) που έχει κυκλική περίμετρο:
- (Metrol. 6717).
[<ολο‑ + ουσ. κύκλος. Η λ. τον 11.-12. αι. Βλ. και Steph.]
- α) Που έχει ολοστρόγγυλο σχήμα·