Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολοσώματος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ολοσώματος, επίθ.
  • Που ανήκει ή αναφέρεται σε όλο το σώμα·
    • (σε μεταφ. προκ. για πληγή) που εκτείνεται σε όλο το σώμα:
      • Μεγάλη … η τωρινή πληγή … και ολοσώματος· ουδεμία τις ελπίζεται θεραπεία (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 7419).

[μτγν. επίθ. ολοσώματος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες