Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολοστρόγγυλος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ολοστρόγγυλος, επίθ.
  • 1)
    • α) Που είναι τελείως στρογγυλός, κυκλοτερής:
      • έμορφον ολοστρόγγυλον (ενν. το θέατρο) (Θησ. Ζ́ [1142]
      • έστι δε η Κερκυραίων άκρα … ολοστρόγγυλος (Παράφρ. Χων. 104
    • β) (προκ. για σημείο, χαρακτηριστικό προσώπου) στρογγυλεμένος, μη γωνιώδης:
      • πηγούνιν ολοστρόγγυλον (Λίβ. Esc. 2433).
  • 2)
    • α) Σφαιρικός· (σε παρομοίωση):
      • ο βασιλίσκος … ολοστρόγγυλος σαν μύλος που αλέθει (Φυσιολ. (Legr.) 158
      • (σε μεταφ.):
        • Στα στήθη της εφαίνονταν … δύο μήλα ολοστρόγγυλα (Θησ. ΙΒ́ [616]
    • β) (μεταφ. προκ. για πρόσωπο) κοντόχοντρος:
      • μικροπρόσωπος …, ολοστρόγγυλος σαν φούσκα (Μπερτόλδος 6).

[<ολο‑ + επίθ. στρογγυλός. Η λ. σε σχόλ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολοστρόγγυλος -η -ο [olostróngilos] Ε5 : που είναι τελείως στρογγυλός: Ολοστρόγγυλο φεγγάρι.

[ελνστ. ὁλοστρόγγυλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες