Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολιγοήμερος -η -ο [oliγoímeros] & λιγοήμερος -η -ο [liγoímeros] Ε5 : που διαρκεί λίγες ημέρες. ANT πολυήμερος: Ολιγοήμερη απουσία από την εργασία. Ολιγοήμερη άδεια. Ο πρωθυπουργός θα μεταβεί στην Kρήτη για ολιγοήμερες διακοπές.
[λόγ. < μσν. ολιγοήμερος < ολιγο- + ημέρ(α) -ος (σύγκρ. ελνστ. ὀλιγοήμερος `λιγόζωος΄)· μσν. ολιγοήμερος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ολίγος > λίγος]