Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολιγοήμερος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολιγοήμερος -η -ο [oliγoímeros] & λιγοήμερος -η -ο [liγoímeros] Ε5 : που διαρκεί λίγες ημέρες. ANT πολυήμερος: Ολιγοήμερη απουσία από την εργασία. Ολιγοήμερη άδεια. Ο πρωθυπουργός θα μεταβεί στην Kρήτη για ολιγοήμερες διακοπές.

[λόγ. < μσν. ολιγοήμερος < ολιγο- + ημέρ(α) -ος (σύγκρ. ελνστ. ὀλιγοήμερος `λιγόζωος΄)· μσν. ολιγοήμερος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ολίγος > λίγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες