Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικότροφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οικότροφος -ος / -η -ο [ikótrofos] Ε17 : χαρακτηρισμός προσώπου που πληρώνοντας ορισμένο αντίτιμο ζει κοντά σε κπ., ο οποίος του παρέχει στέγη και συνήθ. τροφή: Οικότροφοι μαθητές. || (συνήθ. ως ουσ.) ο οικότροφος, θηλ. οικότροφος & οικότροφη: Οικογένεια δέχεται φοιτήτρια από επαρχία ως οικότροφο. Mαθητής ~ σε ιδιωτικό σχολείο, εσωτερικός.

[λόγ. < ελνστ. οἰκότροφος `που ζει στο σπίτι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες