Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικοδομώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οικοδομώ [ikoδomó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. χτίζω ένα κτίριο ή γενικά ένα κτίσμα. 2. (μτφ.) δημιουργώ και αναπτύσσω σταδιακά, με συνδυασμένες ενέργειες και σε συνεργασία με άλλους, μια κατάσταση, μια ιδέα, μια σχέ ση κτλ.: Λαοί που οικοδομούν το σοσιαλισμό. Tα νιάτα οικοδομούν το μέλλον της πατρίδας.

[λόγ. < αρχ. οἰκοδομῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
οικοδομώ.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Χτίζω, ανεγείρω:
      • (Ασσίζ. 20211).
    • 2) Ξαναχτίζω, ανοικοδομώ:
      • Περί του ρημαδίου οπού … βούλουνται αναστήσαι και οικοδομήσου (Ασσίζ. 2604).
    • 3) Οχυρώνω, τειχίζω:
      • εύρον και τον Ισθμόν οικοδομηθέντα (Ψευδο-Σφρ. 33813).
    • 4) (Μεταφ.) ιδρύω:
      • ῳκοδόμησεν (ενν. ο Άγιος Πέτρος) της εκκλησίας τον θρόνον (Χρον. Μορ. H 785).
    • 5) (Μεταφ.) σχεδιάζω, ετοιμάζω:
      • την αρπαγήν να οικοδομεί … την εδικήν μου (Λίβ. N 2888).
  • II. (Μέσ.) (μεταφ.) αναπτύσσομαι ηθικά:
    • μετ’ εκείνα (ενν. τα έργα τα καλά) να οικοδομούμεσθαν (Πηγά, Χρυσοπ. 183 (32)).

[αρχ. οικοδομέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες