Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικία
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οικία η [ikía] Ο25 : (λόγ.) η κατοικία, το σπίτι.

[λόγ. < αρχ. οἰκία `σπίτι, σπιτικό΄]

[Λεξικό Κριαρά]
οικία η· οικιά· γεν. πληθ. οικίων.
  • 1) Κατοικία, σπίτι, ενδιαίτημα:
    • (Ασσίζ. 16720), (Έκθ. χρον. 561), (Byz. Kleinchron. Á 31213).
  • 2) (Γενικά) τόπος κατοικίας:
    • να γενεί εις την οικιάν του (ενν. του Δράκου) μνήμα (Δαρκές, Προσκυν. [86]).
  • 3) Υποθέσεις του σπιτιού:
    • εκ της εξόδου μου … να καταλάβεις το πώς οικοκυρεύω μου την άπασαν οικίαν (Προδρ. II 110).

[αρχ. ουσ. οικία. Η λ. και σήμ. λόγ. (Κριαρ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
οικιακός, επίθ.
  • Που ανήκει ή αναφέρεται στο σπίτι, σπιτικός·
    • (προκ. για πτηνά) οικόσιτος, κατοικίδιος:
      • στρουθία … οικιακά (Ορνεοσ. αγρ. 53520).
  • Έκφρ. οικιακός της βουλής κάπ. = σύμφωνος με τη γνώμη κάπ., ομόγνωμος:
    • (Ιστ. πατρ. 1764‑5).
  • Το αρσ. ως ουσ. =
    • 1)
      • α) Συγγενής, «δικός», άνθρωπος του σπιτιού:
        • του ήρθανε πολλές πείραξες όχι από ξένους, μόνε οικιακούς, από τους υιούς του (Χρον. σουλτ. 13512· Δωρ. Μον. XLI
      • β) άνθρωπος του στενού περιβάλλοντος ή της εμπιστοσύνης κάπ. (άρχοντα), φίλος· σύμβουλος:
        • ο Ιωάννης … εγγύς υπάρχων … τῳ αμιρᾴ … οικιακός ην πάντοτε και φιλούμενος (Ψευδο-Σφρ. 2024·)> (Έκθ. χρον. 6717
        • ο βασιλεύς υπέμεινεν μετά τους οικιακούς του (Σπαν. A 429).
        • 2) Υπηρέτης:
          • τους δουλεύοντας και τους οικιακούς σου αγάπα τους (Σπαν. A 672).
  • Ο πληθ. ουδ. ως ουσ. = αυτοκρατορικά κτήματα (βλ. και λογοθέτης Ά1ε):
    • ο λογοθέτης των οικιακών (Μαλαξός, Νομοκ. 516).
  • [μτγν. επίθ. οικιακός. Η λ. και σήμ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    οικιακός -ή -ό [ikiakós] Ε1 : που αναφέρεται στην κατοικία σε συνδυασμό με την οικογένεια που κατοικεί σ΄ αυτήν: Οικιακή ζωή. Οικιακές συσκευές / οικιακά σκεύη, που χρησιμοποιούνται ιδίως στην κουζίνα. Zεστό νερό για οικιακή χρήση. Οικιακές εργασίες, οι καθημερινές δουλειές του σπιτιού. Οικιακή βοηθός, η γυναίκα που με αμοιβή βοηθάει τη νοικοκυρά στις καθημερινές δουλειές του σπιτιού, η υπηρέτρια. Οικιακή οικονομία, σύνολο μεθόδων και κανόνων που αφορούν τις οικιακές εργασίες. Είδη οικιακής χρήσεως. || (ως ουσ.) τα οικιακά, οι οικιακές εργασίες, οι καθημερινές δουλειές του σπιτιού, ιδίως ως επίσημος χαρακτηρισμός του επαγγέλματος της ανεπάγγελτης γυναίκας: Επάγγελμα; - Οικιακά.

    [λόγ. < ελνστ. οἰκιακός & σημδ. γαλλ. domestique]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες