Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οδοντάγρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οδοντάγρα η [oδondáγra] Ο25 : οδοντιατρικό εργαλείο, είδος τανάλιας, που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή των χαλασμένων δοντιών.

[λόγ. < αρχ. ὀδοντάγρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες