Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οίδημα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οίδημα το [íδima] Ο49 : (ιατρ.) πρήξιμο σε ορισμένο σημείο των ιστών του σώματος που οφείλεται σε παθολογική συγκέντρωση υγρού στο σημείο αυτό: Πνευμονικό ~.

[λόγ. < αρχ. οἴδημα]

[Λεξικό Κριαρά]
οιδημάζω.
  • Φουσκώνω, πρήζομαι:
    • η φλέβα η κεφαλιακή ει κακώς κεντηθήναι, … οιδημάζει και ταχύν τον θάνατον υποφέρει (Ιατροσόφ. 7712).

[<ουσ. οίδημα + κατάλ. ‑άζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες