Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξυλάριον το· ξυλάρι· ξυλάριν.
-
- 1) Μικρό κομμάτι ξύλου, ξυλαράκι:
- (Ορνεοσ. αγρ. 56616).
- 2) Μικρό πλοίο:
- κάτεργα β́ και ξυλάρια ωσεί μ́ (Πανάρ. 7726· Κυπρ. ερωτ. 1043).
[μτγν. ουσ. ξυλάριον. Ο τ. ‑ι και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Μικρό κομμάτι ξύλου, ξυλαράκι: