Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξοδεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξοδεύω [ksoδévo] -ομαι Ρ5.2 : 1.διαθέτω ένα χρηματικό ποσό για να αγοράσω κτ. (αγαθό ή υπηρεσία): Πού τα ξόδεψες τόσα λεφτά; Ξόδεψε όλες του τις οικονομίες για να αγοράσει αυτοκίνητο. Δεν ξόδεψα δεκάρα. Πό σα ξοδεύετε το μήνα; Mην ξοδεύεις άδικα. Ξοδεύτηκαν πολλά εκατομμύρια για την κατασκευή σχολείων, δαπανήθηκαν. ~ τα μαλλιοκέφαλά μου / τα μαλλιά της κεφαλής μου. || (παθ.) ξοδεύω πολλά χρήματα: Ξοδεύτηκαν για να μας περιποιηθούν. 2. για μηχάνημα, καταναλώνω βενζίνη, ηλεκτρισμό κτλ., καίωI3γ: Tο θερμοσίφωνο ξοδεύει πολύ ρεύμα. Tο αυτοκίνητό μου ξοδεύει λίγη βενζίνη. || χρησιμοποιώ ένα αγαθό, για να ικανοποιήσω κάποια ανάγκη μου: Ξοδεύουμε δύο τόνους πετρέλαιο το χρόνο. Στο σπίτι μας δεν ξοδεύουμε πολλή ζάχαρη. 3. (μτφ.) διαθέτω το χρόνο, τις δυνάμεις μου κτλ. συνήθ. σπάταλα και ασυλλόγιστα: Ξοδέψαμε πολύ χρόνο σε συζητήσεις. Πού να την ξοδέψει τόση ζωτικότητα;

[μσν. ξοδεύω < ελνστ. ἐξοδεύω (με αποβ. του αρχικού άτ. φων.) `αναχωρώ΄ κατά τη σημ. του ελνστ. ἐξοδιάζω `πληρώνω μέχρι τέλους΄ < ἔξοδος `πληρωμή χρημάτων΄, αρχ. σημ.: `έξοδος, τέλος΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ξοδεύω,
βλ. εξοδεύω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες