Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξιφηφόρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ξιφηφόρος, επίθ.
  • Που φέρει, κρατά ξίφος:
    • (Βίος Αλ. 3124), (Δούκ. 28131
    • (ως ουσ.):
      • άρματα … μυρίων ξιφηφόρων (Βίος Αλ. 3423).

[αρχ. επίθ. ξιφηφόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες