Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξι
53 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξι το [ksí] Ο (άκλ.) : ονομασία του δέκατου τέταρτου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Ξ, ξ): Kεφαλαίο / μικρό ~.

[λόγ. < ελνστ. ξεῖ (σημιτ. προέλ.: samech) > ξῖ (μετά τη σύμπτ. της προφ. των ει και ι) & ξῦ (αναλ. προς το νῦ)· (δες και Ξ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξίγκι το [ksíngi] Ο44 : λιπαρή μάζα που βρίσκεται κάτω από το δέρμα των ζώων· (πρβ. λίπος). ΦΡ βγάζει από τη μύγα ~, κυρίως για άνθρωπο τσιγκούνη που καταφέρνει να βγάλει κέρδος από ασήμαντη πηγή.

[μσν. ξύγκι(ν) < οξύγκιν, αξύγκιν (οξούγκιν, αξούγκιν) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [to-oksi > toksi > to-ksi] < ελνστ. ὀξύγγιον, ἀξύγγιον (ἀξούγγιον) < υποκορ. της λ. ἀξουγγία < λατ. axungia (ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
ξιδάτο το.
  • Κρέας μαγειρεμένο με ξίδι:
    • (Σαχλ., Αφήγ. 793).

[ουδ. του επιθ. ξιδάτος (Somav. και σήμ.) ως ουσ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξιδάτος -η -ο [ksiδátos] Ε3 : που παρασκευάζεται με ξίδι ή που διατηρείται στο ξίδι: Ελιές ξιδάτες. Xταπόδι ξιδάτο.

[ξίδ(ι) -άτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξίδι το [ksíδi] Ο44 : 1.υγρό με έντονη και ιδιάζουσα ξινή γεύση, που προέρχεται κυρίως από κρασί που έχει υποστεί ζύμωση και χρησιμοποιείται ως άρτυμα ή ως συντηρητικό τροφίμων: Bάλε λίγο ~ στη σαλάτα / στις φακές. ~ από μήλα, μηλόξιδο. ΦΡ ας πιει ~ (να ξεθυμώσει), σε ένδειξη αδιαφορίας για το θυμό κάποιου. τρεις το λάδι*, τρεις το ~ (κι έξι το λαδόξιδο). ΠAΡ Tο αψύ* το ~ το αγγειό του χαλάει. Tζάμπα* ~ γλυκό σαν μέλι. 2. (προφ.) τα οινοπνευματώδη ποτά: Mακριά από τα ξίδια. Tο ΄ριξε πάλι στα ξίδια.

[μσν. ξίδι(ν) < οξίδιν (αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [to-oksi > toksi > to-ksi] ) < ελνστ. ὀξίδιον υποκορ. του αρχ. ὄξος]

[Λεξικό Κριαρά]
ξίδι το· ξίδιν· οξίδι· οξίδιν· οξίδιον.
  • 1)
    • α) Ξίδι:
      • ξίδιν δριμύν (Ιατροσόφ. 8219
      • (σε παροιμ. φρ.):
        • Πολλά κακά συβάζεται το ξίδι με το μέλι (Φορτουν. Β́ 379
      • (εδώ ως μέσο για να περάσει θυμός ή επιθυμία):
        • να 'θελε πίει ξίδι, παρά την γνώμη π’ έβαλε να πάει στο ταξίδι (Διακρούσ. 11521
    • β) (σε μεταφ. για την αχαριστία των Εβραίων):
      • εσάς ετάγισε (ενν. ο Χριστός) στην έρημον το μάννα, εσείς χολήν τού εδώκετε, ξίδια συγκερασμένα (Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 58
    • γ) προκ. για ξίδι φτιαγμένο από χουρμάδες ή μουδουβίνα:
      • (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 172), (Πεντ. Αρ. VI 3
    • δ) προκ. για ξινίλες του στομαχιού:
      • όταν ο άνθρωπος ερεύγεται ωσάν οξίδιν (Σταφ., Ιατροσ. 16463).
  • 2) Προκ. για κρασί ξινισμένο, κακής ποιότητας:
    • (Προδρ. IV 253).

[μτγν. ουσ. οξίδιον. Ο τ. ‑ιν στο Meursius. Τ. ξίιν σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ξιδόκρασο το.
  • Κρασί που έχει τη γεύση ξιδιού, ξινισμένο:
    • ήδιδέ ντου τόσον κρασί ξιδόκρασο (Κατά ζουράρη 44).

[<ουσ. ξίδι + κρασί. Η λ. στο Βλάχ. (‑ον)]

[Λεξικό Κριαρά]
ξιδωτός, επίθ.
  • (Προκ. για κρασί) υπόξινο, μπρούσκο:
    • (Βοσκοπ. 197).

[<ξίδι + κατάλ. ‑ωτός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξίκι το [ksíki] : (προφ. ως επίρρ.) στην έκφραση ~ να γίνει!, για κτ. που δεν το παίρνω υπόψη μου, που το παραβλέπω.

[ίσως τουρκ. eksik (δες ξίκικος) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ξίκικος -η -ο [ksíkikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) λιποβαρής. ξίκικα ΕΠIΡΡ.

[τουρκ. eksik -ικος με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες