Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ξηραντικός, επίθ.
-
- Που αποξηραίνει·
- (εδώ μεταφ.) που προκαλεί πνευματική ένδεια:
- μεγάλην και ξηραντικήν πείναν και δίψαν του λόγου της Γραφής (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 20914).
- (εδώ μεταφ.) που προκαλεί πνευματική ένδεια:
[αρχ. επίθ. ξηραντικός. Η λ. και σήμ.]
- Που αποξηραίνει·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξηραντικός -ή -ό [ksirandikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να επιταχύνει την ξήρανση: Ξηραντικές ουσίες, που προστίθενται στα ελαιοχρώματα.
[λόγ. < αρχ. ξηραντικός]