Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ξερόβηχας ο [kseróvixas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : 1.βήχας χωρίς φλέματα. 2. κοφτό και συνήθ. προσποιητό βήξιμο.
[ελνστ. ξηρόβηξ, αιτ. -ηχα και τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. ξερός)]